μεσωδός

μεσωδός
μεσωδός, ἡ (Α)
μέρος χορικού άσματος το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ τής στροφής και τής αντιστροφής χωρίς κάποιο άλλο, που να ανταποκρίνεται σε αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. επ-ωδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεσῳδός — portion of a choral ode masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσωιδοῦ — μεσῳδός portion of a choral ode masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσωιδός — μεσῳδός portion of a choral ode masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσῳδοί — μεσῳδός portion of a choral ode masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσῳδοῦ — μεσῳδός portion of a choral ode masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσῳδῶ — μεσῳδός portion of a choral ode masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσωδικός — μεσῳδικός, ή, όν (Α) [μεσωδός] αυτός που ανήκει στη μεσωδό ή που είναι όμοιος με τη μεσωδό («μεσῳδικὸν ἆσμα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”