μεσῳδός — portion of a choral ode masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσωιδοῦ — μεσῳδός portion of a choral ode masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσωιδός — μεσῳδός portion of a choral ode masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσῳδοί — μεσῳδός portion of a choral ode masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσῳδοῦ — μεσῳδός portion of a choral ode masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσῳδῶ — μεσῳδός portion of a choral ode masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσωδικός — μεσῳδικός, ή, όν (Α) [μεσωδός] αυτός που ανήκει στη μεσωδό ή που είναι όμοιος με τη μεσωδό («μεσῳδικὸν ἆσμα») … Dictionary of Greek